- δρυοτομία
- η (AM δρυοτομία)1. η κοπή δρυών και άλλων δέντρων τού δάσους2. ξυλεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δρυοτομίας — δρυοτομίᾱς , δρυοτομία felling of trees for timber fem acc pl δρυοτομίᾱς , δρυοτομία felling of trees for timber fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυοτομικός — ή, ό (AM δρυοτομικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται στον δρυοτόμο ή στη δρυοτομία ή προέρχεται από δρυοτομία 2. το θηλ. ως ουσ. η δρυοτομική η δρυοτομία … Dictionary of Greek